οδόφραγμα — το πρόχειρο και προσωρινό οχυρωματικό έργο που κατασκευάζεται με διάφορα υλικά μέσα σε πόλη κατά πλάτος τού δρόμου για απόκρουση επίθεσης και αποκλεισμό τής κυκλοφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φράγμα. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται από το 1863 στον… … Dictionary of Greek
διοικοδομώ — διοικοδομῶ ( έω) (Α) [οικοδομώ] 1. χωρίζω με οικοδόμημα, τείχος, αποτειχίζω 2. φρ. «διοικοδομῶ ὁδόν» φράζω δρόμο με τείχισμα ή οδόφραγμα … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Ασίκης, Θάνος — (Κροκύλιο Φωκίδας 1946 –). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Σπούδασε στη σχολή Δοξιάδη και στη σχολή δημοσιογράφων Όμηρος. Σταδιοδρόμησε ως σκηνογράφος, σχεδιαστής, μακετίστας, διακοσμητής και ζωγράφος. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές και ατομικές… … Dictionary of Greek
Ντελακρουά, Εζέν — (Ferdinand Victor Eugene Delacroix, Σεν Μορίς, Σαραντόν 1798 – Παρίσι 1863). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο αρχηγός της γαλλικής ρομαντικής σχολής και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Γιος αντιπρόσωπου της… … Dictionary of Greek
Ορόθκο, Χοσέ Κλεμέντε — (Jose Clemente Orozco, Θαπατλάν 1883 – Πόλη του Μεξικού 1949). Μεξικανός ζωγράφος. Μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα και τον Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, είναι ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος της σύγχρονης ρεαλιστικής μεξικανικής ζωγραφικής. Τα πρώτα βήματα του … Dictionary of Greek